καταπειρατηρία

καταπειρατηρία
καταπειρατηρία και ιων. τ. καταπειρατηρίη, ἡ (Α)
1. ναυτικό όργανο με το οποίο μετρούν το βάθος τής θάλασσας, ναυτική βολίδα, σκαντάλι
2. επιγρ. (πιθ. ερμ.) παλαμάρι τής άγκυρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + *πειρατηρία (θηλ. τού πειρατήριος < πειρῶμαι «προσπαθώ»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καταπειρητηρίη — καταπειρατηρία sounding line fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπειρητηρίην — καταπειρατηρία sounding line fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”